- δημίου
- δήμιοςbelonging to the peoplemasc/neut gen sgδήμιοςbelonging to the peoplemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TYMPANUM — I. TYMPANUM a τύπτω, i. e. percutio, quale fuerit, antiqua numismata indicant, in quorum aversa parte Cybele Mater Deûm Tympanum in sinu gerit, vel eidem innititur. Ex im ie descripsit Plinius de margaritis agens, l. 9. c. 35. Quibus una tantum… … Hofmann J. Lexicon universale
VIRGO — I. VIRGO Graece Παρθένος, inter Minervae cognomina, apud Athenienses, uti vidimus supra ubi de Nuptiis. Sed et Sesti Iovis et Virginis Heroum Plinio memoratur, l. 10. c. 4. Est percelebris apud Seston urbem aquilae gloria: edueatam a virgine… … Hofmann J. Lexicon universale
αστυνομία — Κρατική εξουσία που έχει ως έργο την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και την κατοχύρωσή τους από κάθε απειλή. Η συγκρότηση της κρατικής αυτής δύναμης αποτελεί εκδήλωση της ανάγκης των κοινωνικών ομάδων να προστατευτεί το κύρος των νόμων… … Dictionary of Greek
δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… … Dictionary of Greek
σοκ — Παθητική απάντηση του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις η οποία εκδηλώνεται με σοβαρή διαταραχή της περιφερειακής κυκλοφορίας, που προκαλεί μεγάλη κατάπτωση όλων των ζωικών ικανοτήτων. Τα αίτια είναι πολλαπλά. Στην πρώτη θέση είναι… … Dictionary of Greek
Γκοντουνόφ, Μπόρις — (Boris Godunov, 1552 – 1605).Τσάρος της Ρωσίας, ταταρικής καταγωγής. Παντρεύτηκε την κόρη του δήμιου και εκτελεστή των διαταγών του τσάρου Ιβάν, Μαλούτα Σκουράτοφ. Όταν πέθανε ο τσάρος και τον διαδέχτηκε ο γιος του Θεόδωρος Ιβάνοβιτς, που ήταν… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Κατακουζηνός, Αλέξανδρος — (Τεργέστη 1824 – 1892). Μουσικός και ποιητής. Σπούδασε μουσική στη Βιέννη και στην Αθήνα. Εργάστηκε ως διευθυντής χορωδιών στη Βιέννη και στην Οδησσό μέχρι το 1970, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου οργάνωσε τη χορωδία των Ανακτόρων, δίδαξε… … Dictionary of Greek